Τρυφωνίδου Αριστονίκη
Μ.Α Συμβ. Ψυχολόγος
Ειδ. Εικαστική θεραπεύτρια
Ειδ. Συστημική θεραπεύτρια
Ειδ. Θεραπεύτρια Γ.Α.Ψ
Το νομικό πλαίσιο μιας κοινωνίας επηρεάζει και αντανακλά τις πεποιθήσεις και τις συμπεριφορές των μελών της. Οι ζεστές και συμπονετικές σχέσεις θεωρούνται ως πολύ σημαντικές για την ολοκλήρωση του χαρακτήρα, της προσωπικότητας και των ταλέντων του παιδιού. Ο πρώτος παράγοντας αφορά τις διαπιστωμένες επιθυμίες και συναισθήματα του παιδιού. Το παιδί δεν μπορεί βέβαια να αποφασίσει για το τι θα συμβεί, αλλά χρειάζεται να εισακούγεται η άποψή του.
Οι εκπαιδευτικοί αποτελούν τους έμπιστους ενήλικες στους οποίους τα παιδιά εκμυστηρεύονται τα μυστικά τους, τις ελπίδες, τους φόβους τους και τις επιθυμίες τους. Το συμφέρον του παιδιού μπορεί να μην είναι πάντα κοινό ή το ίδιο με αυτό των γονέων, γεγονός που δημιουργεί με τη σειρά του ένα επιπλέον δίλημμα.
Τα παιδιά που υπόκεινται σε διατάξεις για επίβλεψη της εκπαίδευσής τους είναι και τα μόνα παιδιά που δικαιούνται θεσμικά να εκφράζουν τη γνώμη τους σχετικά με την επιλογή του σχολείου. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως το δικαίωμα που έχει κάποιος να αρνηθεί την αξιολόγηση και τη θεραπεία αποτελεί διαφορετικής τάξης ζήτημα, συγκριτικά με την υποχρέωσή του να λάβει την απαραίτητη εκπαίδευση και να παρακολουθείται ως προς την πρόοδό του.
Η συνεργασία των παιδιών με τους εκπαιδευτικούς ψυχολόγους χρειάζεται επίσης να διασφαλίζει τις επιθυμίες και τη συναίνεση των παιδιών για αξιολόγηση και θεραπεία, με βάση βέβαια το βαθμό κατανόησής τους. Ενώ ζητάμε την άδεια των γονέων για την αξιολόγηση, τίποτε δε μας υποχρεώνει να συμβουλευτούμε την άποψη του παιδιού. Πιστεύουμε όμως πως αν εξηγήσουμε στο παιδί το στόχο της αξιολόγησης και κερδίσουμε τη συγκατάθεσή του θα πετύχουμε καλύτερη συνεργασία από το ίδιο.
Ο κατάλογος για την ευημερία του παιδιού:
- τις φυσιολογικές, συναισθηματικές και εκπαιδευτικές ανάγκες του παιδιού
- τα πιθανά αποτελέσματα από αλλαγές στις συνθήκες ζωής του παιδιού
- την ηλικία, το φύλο, το οικογενειακό υπόβαθρο και άλλους σχετικούς παράγοντες
- οποιαδήποτε βλάβη έχει υποστεί ή τις συνθήκες επικινδυνότητας για μελλοντική βλάβη
- την επάρκεια των γονέων και άλλων ατόμων που αναγνωρίζονται ως πιθανοί φορείς επιμέλειας του παιδιού
- το εύρος των επιλογών που υπάρχουν διαθέσιμες στο δικαστήριο
Η κεντρική φιλοσοφία που διέπει το νόμο είναι πως οι οικογένειες φροντίζουν με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά τους. Κατά συνέπεια θα έπρεπε να σεβόμαστε την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της οικογένειας.
Καθυστέρηση. Οι καθυστερήσεις στη λήψη και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων δρουν σε βάρος της ευημερίας του παιδιού.
Οι γονείς χάνουν τη γονεϊκή ευθύνη μόνο μέσω της υιοθεσίας. Στις περιπτώσεις χωρισμού και διαζυγίου και οι δύο γονείς διατηρούν γονεϊκή ευθύνη, χωρίς κανένας από τους δύο γονείς να αποκλείεται από το γονεϊκό του ρόλο. Οι γονείς μπορούν να ασκούν τα γονεϊκά τους καθήκοντα σε όσα παιδιά βρίσκονται σε επιμέλεια.
Τα παιδιά με δυσκολίες συμπεριφοράς νιώθουν μεγαλύτερη σταθερότητα και διασφάλιση, όταν βλέπουν πως οι γονείς τους συνεργάζονται με τους εκπαιδευτικούς για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους. Οι γονείς που εκφράζουν πρώιμα σημάδια ανησυχίας για τα παιδιά τους καλό είναι να αντιμετωπίζονται ως συνεργάτες που ενδιαφέρονται και πιθανόν έχουν να προσφέρουν κάποιες χρήσιμες εξηγήσεις. Αντίθετα το σχολείο δεν πρέπει να θεωρεί τις δυσκολίες των παιδιών ως δική του αποτυχία.
Η υγεία αναφέρεται σε σωματική και ψυχική υγεία και η αναπηρία εμπεριέχει και την ψυχική διαταραχή. Ο ορισμός της βλάβης περιλαμβάνει κακή μεταχείριση του παιδιού που καλύπτει την ψυχολογική, συναισθηματική, σωματική και σεξουαλική κακοποίηση και αδιαφορία. Οι γονείς επίσης μπορεί να μοιραστούν με τους εκπαιδευτικούς σοβαρές ανησυχίες τους σχετικά με την άσκηση των γονεϊκών τους καθηκόντων. Οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει στη συνέχεια να αποφασίσουν για το αν και από πού θα ζητήσουν επιπλέον βοήθεια.
Ζητήματα που αφορούν στην εκπαίδευση των επαγγελματιών
Η διεργασία της μάθησης εμπεριέχει την έννοια της αλλαγής: αλλαγή ως προς το τι γνωρίζουμε (γνωστικό επίπεδο), ως προς το τι αντιλαμβανόμαστε και νιώθουμε (αντιληπτικό και συναισθηματικό επίπεδο) και ως προς το τι κάνουμε (επίπεδο αλληλεπιδράσεων). Ο Watzlawick ορίζει την αλλαγή πρώτης τάξης ως αλλαγή από μια συμπεριφορά σε μια άλλη, με βάση ένα δεδομένο τρόπο συμπεριφοράς. Η αλλαγή δεύτερης τάξης αναφέρεται σε αλλαγή από ένα συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς σε κάποιον άλλο.
Η διεργασία μάθησης αναπτύσσεται σε μια διεργασία συνεξέλιξης, όταν οι εκπαιδευόμενοι συνεισφέρουν με τις ιδέες τους, εξελίσσονται σε ένα πλαίσιο αλληλεπίδρασης που μπορεί να είναι δυαδικό.
Η αλλαγή από μια γραμμική σε μια κυκλική προσέγγιση αποτελεί μια σημαντική διεργασία για την αναπτυξιακή πορεία των εκπαιδευόμενων.
Το κάθε σύστημα αποτελείται από υποσυστήματα όπου το ένα σχετίζεται με το άλλο –γονείς παιδιά προσωπικό και μαθητές- και είναι διευθετημένα με ιεραρχική σειρά. Οι συγχύσεις μεταξύ των υποσυστημάτων ή των ιεραρχικών ρόλων είναι δυσλειτουργικές, αλλά και μεταδοτικές. Η διπλή εμφάνιση μιας προβληματικής κατάστασης και στα δύο πλαίσια ενισχύει ακόμη περισσότερο τη δυσλειτουργία. Όπως είπε και ο Goethe βλέπουμε αυτά που ξέρουμε.
Οι εκπαιδευόμενοι θα πρέπει μέσα από την εκπαίδευσή τους να αποκτήσουν μια αίσθηση του τι σημαίνει να αντιμετωπίζεις ένα πρόβλημα από διαφορετικές γωνίες, όπως την οπτική γωνία του παιδιού, του γονέα, του εκπαιδευτικού. Οι εκπαιδευόμενοι χρειάζεται να μάθουν να αναγνωρίζουν και να λεκτικοποιούν τις δυσκολίες μιας κατάστασης. Χρειάζεται να εκφράζουν με ταπεινότητα και με ενσυναίσθηση τις επιφυλάξεις τους για το εύρος και τις συνέπειες μιας αλλαγής, και ιδιαίτερα στο σχολείο. Στο σχολικό πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί είναι αφοσιωμένοι επαγγελματίες που καταφεύγουν στην αναζήτηση βοήθειας από άλλους, μόνο αφού έχουν δοκιμάσει ανεπιτυχώς ό,τι μπορούσαν και γνώριζαν.
Αναζητάμε την ανάπτυξη στις παρακάτω περιοχές:
- αλλαγές στη στάση: να είμαστε ανοικτοί ως προς το να ακούμε και να αποδεχόμαστε τις διαφορετικές πεποιθήσεις και απόψεις για μια κατάσταση.
- Αλλαγές στην πρακτική: να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα αλληλεπίδρασης
- Σχέσεις στα σχολεία: να αντιμετωπίζουμε τα σχολεία ως οργανισμούς
- Σύνδεση των συστημάτων του σχολείου και της οικογένειας: να σκεφτούμε την πιθανότητα κοινών συνεντεύξεων οικογένειας και σχολείου και να είμαστε σε θέση, όταν κρίνεται κατάλληλο, να εγείρουμε ζητήματα που θα χειριζόμασταν προηγουμένως μόνο με τους γονείς ή τους εκπαιδευτικούς.
Η συστημική προσέγγιση επιτρέπει την αναγνώριση και την κατανόηση των πιέσεων που λειτουργούν κατά τη διάρκεια της συνεδρίας εποπτείας καθώς και στο εργασιακό πλαίσιο του εποπτευόμενου.